ξεσκούριασμα

ξεσκούριασμα
το [ξεσκουριάζω]
1. καθάρισμα μεταλλικών αντικειμένων από τη σκουριά
2. μτφ. α) απόκτηση νέων δυνάμεων, ανάκτηση ζωντάνιας
β) ικανοποίηση σεξουαλικής επιθυμίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”